- απερίσκεπτος
- κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM ἀπερίσκεπτος, -ον)ασυλλόγιστος, αστόχαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπερίσκεπτος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίσκεπτος — η, ο επίρρ. α και φτος, η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, ασύνετος, επιπόλαιος: Πολλές ενέργειες της ζωής μας είναι απερίσκεπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερισκεπτότερον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial comp ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc acc comp sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτως — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσκεπτον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτοις — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτου — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτους — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτων — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτῳ — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)